- ξυστούς
- ξυστός 1shavedmasc/fem acc plξυστός 2walking-placemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ξυστούς — Ξυστός shaved masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραδιαίος — αία, ον, Μ τετράγωνος («λίθους ξυστοὺς καὶ τετραδιαίους», Ανών.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράς, άδος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek